λίθος

λίθος
λίθος
Grammatical information: m.f. (on gender cf. Schwyzer-Debrunner 37 and n. 6, Shipp Studies 76)
Meaning: `stone, stoneblock, rock, precious stones' (Il.).
Compounds: compp., e.g. λιθο-βόλος m. `stone-thrower' (Att.), μονό-λιθος `consisting of one stone' (Hdt.).
Derivatives: Several derivv. 1. Diminut.: λιθ-ίδιον (Pl., Arist.), -άριον (Thphr., hell. inscr.), -αρίδιον (Alex. Trall.). 2. collectives: λιθάς, -άδος f. `rain of stones, throw ..' (Od., A., Nic.; Chantraine Form. 352), λιθία `rock' (hell.; cf. Chantraine 81). 3. λίθαξ f. `stone' (ε 415 [attributive], hell. poetry), λιθακός `id.' (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. below; Hp.). - 4. Adject.: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), -ειος (sch.) `of stone'; λίθινος `id.' (Pi., IA.), λιθικός `belonging to (a) stone' (hell.). λιθώδης `stonelike, stony' (IA.) with λιθωδία (Eust.). - 5. Verbs: λιθάζω `throw with stones, lapidate' (Arist., Anaxandr.) with λιθασ-μός, -τής, -τικός (A. D., sch.); λιθόομαι `be changed into stone' (Arist.) with λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (-θάω) `suffer from the stone' (Hp.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732) with λιθίασις (Hp., Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Wrong or quite improbable hypotheses mentioned in Bq, WP. 2, 379 and W.-Hofmann s. laedō. After Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. to λεῖος, λιτός etc. with θ-suffix; comparable Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: to Lith. slidùs `smooth'. Words for `stone' etc. are often taken from a substratum.
Page in Frisk: 2,122

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λίθος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… …   Dictionary of Greek

  • ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης …   Dictionary of Greek

  • κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε …   Dictionary of Greek

  • Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”